τυρκουάζ

τυρκουάζ
και τουρκουάζ, το, Ν
άκλ.
1. (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού χαλκού και τού αργιλίου, ανοιχτού κυανού χρώματος, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως πολύτιμος λίθος
2. (κατ. επέκτ.) το γαλαζοπράσινο χρώμα
3. είδος υφάσματος από μετάξι και βαμβάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turquoise < μέσ. γαλλ. turquoyse / turquaise, θηλ. τού turquoys / turqueis «τουρκικός» < παλ. γαλλ. turc «Τούρκος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδοντόλιθος — ο 1. στρώμα λιθώδους ιζήματος που σχηματίζεται γύρω από τα δόντια 2. απολιθωμένο οστό ή δόντι ή κόκαλο που αποτελείται από φωσφορικό απατίτη, έχει κυανό χρώμα και μοιάζει πολύ με το τυρκουάζ, αλλ. οστεοτυρκουάζ ή απολιθωμένο τυρκουάζ …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • τουρκουάζ — Το ορυκτό κάλλαϊς. * * * το, Ν βλ. τυρκουάζ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”