- τυρκουάζ
- και τουρκουάζ, το, Νάκλ.1. (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού χαλκού και τού αργιλίου, ανοιχτού κυανού χρώματος, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως πολύτιμος λίθος2. (κατ. επέκτ.) το γαλαζοπράσινο χρώμα3. είδος υφάσματος από μετάξι και βαμβάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turquoise < μέσ. γαλλ. turquoyse / turquaise, θηλ. τού turquoys / turqueis «τουρκικός» < παλ. γαλλ. turc «Τούρκος»].
Dictionary of Greek. 2013.